- καυχήσηται
- похвасталасьпохвастался
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
καυχήσηται — καυχάομαι speak loud aor subj mp 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)